Η μάχη της Κιάφας, στις 20-7-1792

https://i0.wp.com/www.agiasofia.com/1821/suli2.jpgΟ Αλή πασάς είχε βάλει σάν στόχο νά απαλλαγεί από αυτή τήν σφηκοφωλιά (σσ: το σούλι), πού είχε στό πασαλίκι του καί η πρώτη του σοβαρή προσπάθεια έγινε στά Αλή πασάς (1741 – 1822) 1792. Ξεκίνησε μέ ένα γράμμα πού έστειλε στούς Σουλιώτες οπλαρχηγούς, καλώντας τους νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους γιά νά κτυπήσουν τούς μπέηδες στό Μπεράτι (βυζαντινό Βεράτιον) καί τό Δέλβινο. Πράγματι ο πασάς είχε συγκεντρώσει 10000 άνδρες μέ πραγματικό στόχο όμως όχι τούς Αλβανούς μπέηδες, αλλά τό Σούλι.

«Μολονότι η δύναμις αύτη ήτο μεγάλη, αι ελπίδες τού Αλή δέν εβασίζοντο, ειμή εις τό μόνον σχέδιον του νά επιπέση αιφνιδίως κατά τών Σουλιωτών. Άμα τή αναχωρήσει λοιπόν, δέν εκοινοποίησε τόν αληθινόν αυτού σκοπόν, αλλά διέδωκε τήν φήμην ότι έμελλε νά προσβάλη τήν πόλιν Αργυρόκαστρον, οι μπέηδες τού οποίου είχον άλλοτε χρηματίσει εχθροί. Ενώ τούτο ήτο τό μελετώμενον σχέδιον, αυτός προσεπάθει νά αποκοιμίση τούς Σουλιώτας καί νά αφαιρέση μέρος τής ιδίας αυτών δυνάμεως, εγκωμιάζων τήν ανδρείαν αυτών, καί προσκαλών αυτούς ίνα συνεργασθώσι διά τήν εκστρατείαν, κατέφυγε δέ εις τό δι’ επιστολής στρατήγημα.

«Φίλοι μου καπετάν Μπότσαρη καί καπετάν Τσαβέλλα, εγώ ο Αλή Πασάς σάς χαιρετώ καί σάς φιλώ τά μάτια.

Επειδή καί εγώ ξεύρω πολλά καλά τήν ανδραγαθίαν σας καί τήν παλληκαρίαν σας, μού φαίνεται νά έχω μεγάλην χρείαν από λόγου σας. Λοιπόν μή κάμετε αλλέως, αλλά ευθύς οπού λάβετε τήν γραφήν μου νά ελθήτε νά μέ εύρετε διά νά πάγω νά πολεμήσω τούς εχθρούς μου. Ο λουφές (μισθός) σας θέλει είναι διπλούς απ’ όσον δίδω εις τούς Αρβανίτας, διατί καί η παλληκαριά σας ξεύρω πώς είνε μεγαλειτέρα από τήν ιδικήν τους.»

«Εις τήν αφεντιά σου Αλή Πασά σέ χαιρετούμεν.

Ελάβαμεν τό γράμμα σου καί εκαταλάβαμεν τά γραφόμενά σου. Λοιπόν σού στέλνομεν ιμντάτι (ενισχύσεις), όπου μάς ζητάς εβδομήντα παλληκάρια μέ τόν καπετάν Λάμπρον Τζαβέλλαν καί τόσοι είνε αρκετοί εις κάθε νίκην σου καί οι άλλοι μένουν εδώ εις τό Σούλι διά φύλαξίν του καί εις κάθε ενάντιο. Ταύτα καί καλή αντάμωσι νά μάς δώση ο Θεός.»»

Ιστορία τού Αλή πασά – Τρύφων Ευαγγελίδης (1896)

Οι Σουλιώτες μόλις έλαβαν τήν επιστολή, μαζεύτηκαν στόν Aη Δονάτο, όπου συνεδρίαζε η Εκκλησία τού Δήμου, καί μέ προεδρεύοντα τό Γιώργο Μπότσαρη, αποφάσισαν νά στείλουν μικρή δύναμη εβδομήντα ανδρών στόν Αλή, ώστε καί νά τού ικανοποιήσουν τήν επιθυμία αλλά ταυτόχρονα νά μήν αδυνατίσουν τό Σούλι από μαχητές. Πράγματι τό μικρό σώμα τών Σουλιωτών, μέ αρχηγό τόν Λάμπρο Τζαβέλα καί τό νεαρό γιό του Φώτο, ενώθηκε μέ τίς δυνάμεις τού πασά στή Ζήτσα. Ο πονηρός πασάς αγκάλιασε φιλικά τόν Τζαβέλα καί αφού γλέντησαν, αποφάσισαν νά γίνουν αγώνες στό πήδημα καί στό λιθάρι, μεταξύ τών Τουρκαλβανών τού Αλή καί τών Σουλιωτών. Οι Σουλιώτες άφησαν τά όπλα τους καί άρχισαν νά αγωνίζονται, μέχρι πού αφοπλισμένους πλέον τούς συνέλαβε ο Αλής, μέ εξαίρεση έναν Σουλιώτη, ο οποίος πρόλαβε καί βούτηξε στό κρύο ποτάμι καί παρά τίς δεκάδες σφαίρες πού τού έριξαν, κατάφερε νά φτάσει στόν Γιώργο Μπότσαρη καί νά τόν ειδοποιήσει γιά τόν κίνδυνο πού πλησίαζε.

Ο Αλής σίγουρος ότι ο Σουλιώτης είχε πνιγεί, ορκίστηκε «δέν θά μέ γλυτώσουν τά σκυλιά, θά τούς ψήσω ησαλάχ (Θεού θέλοντος) ζωντανούς σάν τόν Τσαούς πρίφτη (Χριστιανός από τό Χόρμοβο) γυναίκες καί παιδιά καί τό Σούλι θά τό κάμω σάν τό Χόρμοβο, χόρτο νά μή φυτρώση.»

https://i0.wp.com/www.mixanitouxronou.gr/wp-content/uploads/2014/01/tzabellas.jpgΟι Τουρκαλβανοί μπήκαν στά έρημα Σουλιωτοχώρια αλλά δέχτηκαν βροχή από σφαίρες. Ο αιφνιδιασμός είχε αποτύχει. Απελπισμένος ο Αλής έβγαλε τόν Λάμπρο Τζαβέλα από τό μπουντρούμι καί τάζοντάς του χιλιάδες γρόσια, τόν κάλεσε νά πάει στούς συμπατριώτες του γιά νά τούς πείσει νά παραδοθούν. Ο Τζαβέλας έδωσε «μπέσα», αλλά φθάνοντας στό Σούλι, έκανε ακριβώς τά αντίθετα, οργανώνοντας περαιτέρω τήν άμυνα καί εμψυχώνοντας τούς αδελφούς του.

«Αλή πασά, χαίρομαι οπού εγέλασα ένα δόλιον. Είμ’ εδώ νά διαφεντεύσω τήν Πατρίδα μου εναντίον εις ένα κλέφτην σάν καί σένα. Ο υιός μου θέλει αποθάνει, εγώ όμως απελπίστως θέλω τόν εκδικήσω πρίν αποθάνω. Κάποιοι Τούρκοι καθώς εσύ θέλουν ειπή ότι είμαι άσπλαχνος πατέρας μέ τό νά θυσιάσω τόν υιόν μου διά τόν εδικόν μου λυτρωμόν. Αποκρίνομαι ότι εάν εσύ πάρεις τό βουνόν (Σούλι) θέλεις σκοτώσει καί τόν υιόν μου μέ τό επίλοιπον τής φαμελίας μου καί τούς συμπατριώτας μου.

Τότε δέν θά ημπορέσω νά εκδικήσω τόν θάνατόν του. Αμμή άν νικήσωμεν θέλει έχω καί άλλα παιδία, η γυναίκα μου είναι νέα. Εάν ο υιός μου νέος καθώς είναι δέν μένη ευχαριστημένος ν’ αποθάνη διά τήν πατρίδα του, αυτός δέν είναι άξιος νά ζήση καί νά γνωρίζηται ως υιός μου. Προχώρησε λοιπόν, άπιστε. Είμαι ανυπόμονος νά εκδικηθώ καί νά πιώ τό αίμα σου.

Εγώ ο ωμοσμένος εχθρός σου Καπετάν Λάμπρος Τζαβέλλας»

Στίς 20 Ιουλίου 1792, ανήμερα τού Προφήτη Ηλία, χιλιάδες Τουρκαλβανοί μέ αρχηγό τόν Ομέρ Βρυώνη επιτέθηκαν μέ αλαλαγμούς εναντίον των Σουλιωτών, οι οποίοι είχαν καθ’ υπόδειξη τού Γιώργου Μπότσαρη, εγκαταλείψει τό Σούλι, τή Σαμωνίβα καί τό Ναβαρίκο καί είχαν οχυρωθεί στήν απρόσιτη Κιάφα. Σέ μία νυκτερινή τους έφοδο 300 Σουλιώτες επιτέθηκαν στή μεγάλη σκηνή πού είχε στήσει ο Αλής γιά νά παρακολουθεί τίς επιχειρήσεις καί λίγο έλλειψε νά τόν συλλάβουν. Ο Αλής όμως δέν βρισκόταν στή σκηνή, ειδοποιημένος από έναν προδότη γανωτή, πού είχε βρεθεί τυχαία στό Σούλι καί έμαθε γιά τό σχέδιο τών Σουλιωτών. Αλλά καί μόνο η παράτολμη αυτή ενέργεια τών Σουλιωτών νά τόν σκοτώσουν μέσα στή σκηνή του, κατατρόμαξε τόν τύραννο.

«Οι Σουλιώτες δεχόντανε τίς απανωτές εφόδους μ’ ακατάπαυστη φωτιά, πού αραίωνε φοβερά τό στρατό τού Αλή. Τά πιό διαλεκτά παληκάρια πέσανε κατά από τά μάτια τού Ομέρ Βρυώνη. Ώρες κι ώρες βρέχαν οι Αρβανιτάδες τ’ άγρια βράχια μέ τό αίμα τους, χωρίς νά μπορέσουν νά κερδίσουν ούτε πιθαμή. Ηταν μεσημέρι, καιγόταν η σιδερόπετρα, ο αέρας είχε ανάψει από τόν ήλιο καί τό ντουφεκίδι, Λάμπρος καί Μόσχω Τζαβέλα η λαύρα κυμάτιζε καυτερή πάνω από τό λιθάρι καί τό ξερό χορτάρι καί θάμπωνε τά μάτια καί έλιωνε τά κορμιά.

Τά ντουφέκια όμως ανάψανε, αραίωσε τό ντουφεκίδι, σβήσανε οι κρότοι, σκόρπισαν οι καπνοί καί μιά παράξενη σιγαλιά απλώθηκε. Τότε γίνηκε κάτι αναπάντεχο πούκρινε τή μάχη. Οι γυναίκες πούχανε καταφύγει μέ τά παιδιά τους στά απάτητα ψηλώματα τής Κιάφας, μήν ακούγοντας ούτε ντουφέκι, ούτε φωνή πολεμική, θαρρέψανε πώς οι άντρες τους χάσανε τόν αγώνα. Τότε η Μόσχω τού Λάμπρου, ψυχή γεμάτη φλόγα, γυναίκα μέ αντρίκιο φρόνημα, έμπηξε φωνή:

– Τί καθόμαστε, απάνω στά σκυλιά!«

Σπύρος Μελάς – Τό λιοντάρι τής Ηπείρου

https://galanoleykoblog.wordpress.com/wp-content/uploads/2015/07/01f94-img012.jpg

Όταν σταμάτησαν γιά λίγο οι κρότοι τών όπλων τών δύο πλευρών, η γυναίκα τού Λάμπρου Τζαβέλα, η Μόσχω ανησύχησε καί έδωσε εντολή στίς υπόλοιπες γυναίκες νά επιτεθούν μέ τή σειρά τους στούς στρατιώτες τού Αλάχ. Η ξαφνική εμφάνιση τών Σουλιωτισσών, ξάφνιασε τούς Τουρκαλβανούς καί παρέσυρε καί τούς Σουλιώτες νά ξεχυθούν μέ τά γιαταγάνια στά χέρια. Τό σώμα τού Γιώργη Μπότσαρη πού ήταν κρυμμένο πίσω από τά βράχια, βρέθηκε στά μετόπισθεν τού εχθρού μέ αποτέλεσμα οι Τουρκαλβανοί νά βρεθούν περικυκλωμένοι. Τρείς χιλιάδες εχθρικά κουφάρια γέμισαν τά σουλιώτικα βουνά. Πολλοί έπεφταν από τά βράχια γιά νά σωθούν από τά σουλιώτικα μαχαίρια. Οι Σουλιώτες είχαν 74 νεκρούς, ενώ τραυματίστηκε καί ο Λάμπρος Τζαβέλας. Μετά τή μάχη, οι Χριστιανοί μαχητές έφτιαξαν πυραμίδα μέ τά κεφάλια τών νεκρών μουσουλμάνων, ενώ τά κουφάρια τους τά πέταξαν στόν Αχέροντα.

Ο Αλής παρατώντας τή σκηνή του ανέβηκε στό άλογό του καί εξαφανίσθηκε μέ τή συνοδεία του. Μπαίνοντας στην πόλη διέταξε νά μείνουν κλειστά τά παράθυρα επί ποινή θανάτου γιά νά μήν δούν οι Γιαννιώτες τά άθλια απομεινάρια τού οθωμανικού στρατού. Γιά δεκαπέντε μέρες έμεινε απομονωμένος στό παλάτι του. Οι στρατιώτες του κατάκοποι κυνηγήθηκαν ως τά προάστεια τών Ιωαννίνων, όπου ο επίσκοπος τής πόλης πρότεινε στούς Σουλιώτες ειρήνη εξ ονόματος τού Αλή. Κατά τούς όρους τής ειρήνης όφειλε ο Αλής νά παραχωρήσει στούς Σουλιώτες όλη τήν περιοχή μέχρι τή Δερβίτσιανη έξι μίλια μακριά από τά Γιάννινα, νά επιστρέψει τούς αιχμαλώτους, μαζί μέ τόν Φώτο Τζαβέλα καί νά πληρώσει 1000 γρόσια για κάθε Τούρκο αιχμάλωτο.

«Τρία πουλάκια κάθονται στόν Άη Λιάν τήν ράχην,
τό ‘να τηράϊ τά Γιάννινα, τ’ άλλο τό Κακοσούλι
τό τρίτον τό καλλίτερο, μοιρολογά καί λέγει:

«Αρβανιτιά μαζώχθηκε, πάει στό Κακοσούλι.
Τρία μπαϊράκια φαίνονται ΄πο κάτω από τό Σούλι
τό ΄να ΄ναι τού Μουχτάρ πασά, τ΄ άλλο τού Μετζομπόνου
τό τρίτο τό καλλίτερο είναι τού Σελιχτάρη.

Μιά παπαδιά τ΄ αγνάντεψε από ψιλή ραχούλα,
«Πού ΄στε τού Λάμπρου τά παιδιά, πού ΄στε οι Μποτσαραίοι!»

Αρβανιτιά μάς πλάκωσε, θέλει νά μάς σκλαβώσει,
ας έρτουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δέν μάς κάνουν,
ας έρτουν πόλεμο νά ιδούν καί Σουλιωτών τουφέκια,
νά μάθουν Λάμπρου τό σπαθί, Μπότσαρη τό τουφέκι,
τ΄ άρματα τών Σουλιώτισσων, τής ξακουσμένης Χάιδως.

Κι ο Κουτσονίκας φώναξε από τό μετερίζι:

«Παιδιά σταθήτε στέρεα, σταθήτε αντρειωμένα
γιατί έρχεται ο Μουχτάρ πασάς μέ δώδεκα χιλιάδες.»

Ο πόλεμος αρχίνησε κι ανάψαν τά τουφέκια
τόν Ζέρβα καί τόν Μπότσαρη εφώναξε ο Τζαβέλας,
«Παιδιά μ΄ ηρθ΄ ώρα τού σπαθιού, κι ας πάψη τό τουφέκι.
Κι όλ’ έπιασαν καί σπάσανε τίς θήκες τών σπαθιών τους
τούς Τούρκους βάνουνε μπροστά, τούς βάνουν σάν κριάρια.

Άλλ΄ έφευγαν κι άλλ’ έλεγαν «Πασά μου ανάθεμάσε!
μέγα κακό μάς έφερες τούτο τό καλοκαίρι,
εχάλασε τόση Τουρκιά, Σπαΐδες κι Αρβανίτες,
δέν είν΄ εδώ τό Χάρμοβο, δέν είν΄ η Λαμποβίτσα
εδώ ειν’ τό Σούλι τό κακό, εδώ ειν΄ τό Κακοσούλι,
πού πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σάν τούς άντρες
πού πολεμάει η Μόσκω Τζαβέλαινα σάν άξιο παλικάρι.»

Κι ο Μπότσαρης εφώναξε μέ τό σπαθί στό χέρι:
«Έλα πασά τί σκιάχτηκες καί φεύγεις μέ μενζίλια (έφιπποι ταχυδρόμοι).
Γύρισε εδώ στόν τόπο μας, στήν έρημη τή Κιάφα
εδώ νά στήσεις τό θρονί, νά γένης καί σουλτάνος.»

Δημοτικό τραγούδι

Ο Λάμπρος Τζαβέλας δέν άντεξε τόν τραυματισμό του καί πέθανε, αφήνοντας όμως στήν θέση του άξιο διάδοχο τόν γιό του Φώτο Τζαβέλα. Η εκλογή αυτή δυσαρέστησε τό γηραιότερο αρχηγό τής αντίπαλης φάρας, Γιώργο Μπότσαρη, στόν οποίο οφειλόταν τό σχέδιο τής σωτηρίας τού Σουλίου, τό καλοκαίρι τού 1792.

agiasofia.com

This entry was posted in ΑΦΙΕΡΩΜΑ, ΗΡΩΪΚΩΣ ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ, ΘΡΥΛΙΚΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΣΟΥΛΙ, ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ. Bookmark the permalink.